κατάλυπος

κατάλυπος
(I)
-η, -ο
πολύ λυπημένος, θλιμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -λυπος (< λύπη), πρβλ. ἔλ-λυπος, περί-λυπος].
————————
(II)
κατάλυπος, -ον (Α)
(βοιωτ. επιγρ.) κατάλοιπος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ., λόγω τού μονοφθογγισμού τής διφθόγγου [oi], τού κατάλοιπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”